Νικος Χριστοδουλακης

«Ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς,  ο δρόμος της προγραμματικής σύγκλισης»

Πέμπτη, 29 Μαρτίου 2012

Μερικές προτάσεις για διάλογο στην κεντροαριστερά

Παρέμβαση του Νίκου Χριστοδουλάκη

 

Α’ Μέρος: Η συγκυρία των εκλογών

Οι εκλογές φαίνεται ότι έχουν δρομολογηθεί αμετάκλητα για τον Μάϊο καθώς η χαλαρή κυβερνητική συμμαχία δεν δείχνει να έχει άλλα αποθέματα πρωτοβουλιών και επιμονής. Μάλιστα η πλημμύρα των τροπολογιών τις δύο προηγούμενες εβδομάδες έδωσε άλλη μια απόδειξη ότι το κομματικό σύστημα δεν δύναται να δράσει ως συμπαγής ομάδα για την διαχείριση της κρίσης και προτιμά την πελατειακή εξυπηρέτηση ως ύστατο μέσο ατομικής πολιτικής επιβίωσης.

Υπάρχουν δύο παράδοξα με τούτες τις εκλογές.

Το πρώτο παράδοξο είναι ότι σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι σχηματισμοί επικρίνουν το Μνημόνιο και εύχονται την κατάργηση του, αλλά την ίδια στιγμή οι περισσότεροι αγωνιούν μήπως η δανειακή βοήθεια διακοπεί και καταρρεύσει η χώρα. Απλώς ελπίζουν ότι θα βρεθούν κάποιοι άλλοι να το στηρίξουν ώστε να συνεχίσει η εφαρμογή του και αυτοί απτόητοι να εξακολουθήσουν τον καταιονισμό ιδεολογικής καθαρότητας. Αρκετοί αξιοποιούν αυτήν την αντίφαση μεταξύ δημόσιας καταγγελίας και ενδόμυχης ευχής για να παρουσιάσουν το Μνημόνιο ως μονόδρομο, όχι μόνο αναπόφευκτο αλλά και σωστό. Καιρός είναι ανάμεσα στην άκριτη αποδοχή του και στην ανεύθυνη απόρριψη να υπάρξει μια ρεαλιστική προσέγγιση επανεξέταξης των πολιτικών προσαρμογής. Διαφορετικά ούτε το Μνημόνιο θα αντέξει την κοινωνική αναστάτωση και την τρομακτική ύφεση που έχει προκαλέσει στην οικονομία, αλλά ούτε και η χώρα μπορεί εύκολα να ορθοποδήσει χωρίς ευρωπαϊκή στήριξη και προσαρμογή. Χρειάζεται ένας «τρίτος δρόμος» με ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις και δικαιότερη κατανομή των βαρών που θα οδηγεί σε μια σταδιακή απεμπλοκή από το Μνημόνιο, όπως θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω λίγο αργότερα.

Το δεύτερο παράδοξο προκύπτει από το γεγονός ότι οι εκλογές όχι μόνο γίνονται με τους χειρότερους οικονομικούς όρους, αλλά μετά βεβαιότητος θα οδηγήσουν σε ακόμη επαχθέστερες συνθήκες άσκησης πολιτικής μετεκλογικά. Τόσο οι εκπρόσωποι των δανειστών όσο και υπουργοί της κυβέρνησης προαναγγέλλουν ότι μετά τις εκλογές θα ληφθούν νέα μέτρα λιτότητας, ενώ η χώρα θα εξακολουθήσει να απειλείται με κατάρρευση. Δεν αναφέρεται από κανένα η πιθανότητα να πάει καλύτερα η οικονομία και να βγει κάπως από την ύφεση.  Αντίθετα κυριαρχεί η πρόβλεψη ότι φέτος θα βαθύνει περισσότερο και του χρόνου η συρρίκνωση θα συνεχιστεί.

Σε μια τέτοια προοπτική όσοι φοβούνται ότι θα είναι τα θύματα των νέων φορολογικών, μισθολογικών και εργασιακών μέτρων θα επιλέξουν για αυτοάμυνα να ψηφίσουν όποιο κόμμα σαλπίζει να αντιτεθεί σε αυτά, ασχέτως αν δεν το εμπιστεύονται ούτε για διαχειριστή πολυκατοικίας! Έτσι όμως θα δυσκολέψει αφάνταστα η λήψη αυτών ακριβώς των μέτρων και θα μεγιστοποιηθεί ο κίνδυνος ανεξέλεγκτων κοινωνικών συγκρούσεων. Τα σημερινά αδιέξοδα θα φαντάζουν όαση μπροστά στα μετεκλογικά χαρακώματα που θα ξεδιπλωθούν. Η διατύπωση ενός τρίτου δρόμου γίνεται πλέον επιτακτικά αναγκαία. Τι θα περιλαμβάνει όμως;

  1. 1.     Πρώτο και κύριο να σταματήσει η ασίγαστη ρητορική των νέων μέτρων

Ένα κρίσιμο πρώτο σημείο θα μπορούσε να είναι να μην επιβληθεί κανένα νέο μέτρο λιτότητας μέχρι η οικονομία να βγει οριστικά από την ύφεση. Μέχρι τότε τα μόνα θέματα που θα προωθούνται θα είναι οι νέες επενδύσεις, τα δημόσια έργα,  η μεταρρύθμιση της διοίκησης και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ώστε να μην χρειαστούν νέες επιβαρύνσεις επί των ήδη φορολογουμένων.

Η αλλαγή ατζέντας θα είναι βέβαια δύσπεπτη για τους τοποτηρητές και θαυμαστές του Μνημονίου, αλλά εσωτερικά θα διαμορφώσει ένα πιο ελπιδοφόρο πολιτικό σκηνικό. Τα κόμματα θα ανταγωνίζονται για την πιο γρήγορη ανάκαμψη και την δικαιότερη αποκατάσταση των συνεπειών της κρίσης χωρίς να απειληθεί η παραμονή της χώρας στο Ευρώ, ούτε και να αθετηθούν οι μέχρι σήμερα δεσμεύσεις και στόχοι, αρκεί να σταματήσουν εδώ. Και έτσι ο πολίτης στις ερχόμενες εκλογές θα ψηφίσει με την προσδοκία ότι κάτι μπορεί να βελτιωθεί και όχι με τον φόβο ότι όλα θα χειροτερεύσουν.

2. Ανάκτηση της εσωτερικής πολιτικής πρωτοβουλίας

Χρειάζεται μια εμπροσθοβαρής προσπάθεια στην μείωση των δαπανών λειτουργία του κράτους και στην αύξηση των εσόδων με άμεση ισχύ και μόνιμα χαρακτηριστικά, ώστε η Ελλάδα να ανακτήσει την αξιοπιστία σχεδιασμού και εφαρμογής εγχώριας πολιτικής. Δεν χρειάζονται νέα μέτρα και νέοι φόροι, αλλά συστηματική εφαρμογή των κανόνων. Έτσι θα μπορέσει έτσι να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την εγκυρότητα των νέων αδιέξοδων πολιτικών του Μνημονίου που σήμερα επιβάλλονται με το πρόσχημα ότι στην Ελλάδα κανείς δεν θέλει να γίνει τίποτα.

Για να διασφαλιστεί ότι δεν θα προκληθούν νέες ανεξέλεγκτες δαπάνες, η καλύτερη επιλογή που υπάρχει την στιγμή αυτή είναι η Ελλάδα να υιοθετήσει τον συνταγματικό περιορισμό του ελλείμματος, όπως ακριβώς έκανε και η Ισπανία πέρυσι και όπως προτείνεται να εφαρμόσουν σταδιακά όλα τα κράτη της Ευρωζώνης.

Αν η Ελλάδα πετύχει σε αυτή την εμπροσθοβαρή πολιτική μερικών κρίσιμων αλλαγών, θα μπορέσει να διαπραγματευτεί και να επαναδιατυπώσει ορισμένα από τα ασφυκτικά – πλην όμως μέχρι τώρα ανέφικτα – χρονοδιαγράμματα προσαρμογής και να διασφαλίσει περισσότερη κοινωνική αποδοχή και ηρεμία.

3. Σταδιακή απεμπλοκή από το Μνημόνιο

Σε τρίτο στάδιο θα μπορούσε η Ελλάδα να διαπραγματευτεί μια αναδιάταξη του Μνημονίου μετατρέποντας το σε μία δεσμευτική Εσωτερική Συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς όμως το ΔΝΤ και τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες του για καταβαράθρωση των χαμηλών εισοδημάτων ως μέσο επίτευξης ανταγωνιστικότητας.

Μια τέτοια στρατηγική είναι μάλλον ανέφικτη για το 2012 , πρώτον επειδή ο χρόνος είναι λίγος, τα ποσά της δανειακής βοήθειας πολύ μεγάλα και η επιθετικότητα της τρόϊκας απέναντι στην Ελλάδα βρίσκεται σε έξαρση για να αποφύγουν να παραδεχθούν την αποτυχία τους.

Τα τρία επόμενα χρόνια 2013 και 2014 υπάρχουν όμως μερικά αξιοποιήσιμα στοιχεία, με την προϋπόθεση ανάκτησης της αξιοπιστίας που λέγαμε πριν.

Τα ποσά της δανειακής βοήθειας θα φτάνουν τα 55 δις. Ευρώ και κατά σύμπτωση τόσα περίπου θα είναι και τα ποσά που χρειάζονται για την εξόφληση των δανείων μετά το PSI.

Θα μπορούσε έτσι η δανειακή βοήθεια να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και απευθείας για την εξόφληση των λήξεων ομολόγων της τριετίας, πράγμα που θα σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον ότι θα είναι στην ουσία μια μορφή «ελεγχόμενου επαναδανεισμού» επειδή οι διεθνείς αγορές δεν είναι ακόμα προσβάσιμες. Δεύτερον ότι δεν θα υπεισέρχεται στο πρόγραμμα εσωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας και κατά συνέπεια δεν θα υπάρχει επιχείρημα για να υπαγορεύονται νέοι όροι και μέτρα.

Φυσικά μια τέτοια διαδικασία απαιτεί πολλές και σκληρές διαπραγματεύσεις, δεν είναι όμως ανέφικτη αν στηρίζεται σε μια αξιόπιστη εσωτερική στρατηγική. Ας θυμηθούμε ότι μέχρι σήμερα η Ιρλανδία πέτυχε αναπροσαρμογή των φορολογικών μέτρων του δικού της Μνημονίου, η Ισπανία την υιοθέτηση πιο ελαστικών δημοσιονομικών στόχων από τις αρχικές απαιτήσεις και η Πορτογαλία αποκρούει σθεναρά μέχρι στιγμής την επιβολή δεύτερου Μνημονίου. Υπάρχουν μαθήματα που ίσως κάτι μας διδάξουν και ταρακουνήσουν την αίσθηση που επιδέξια καλλιεργείται για την μονολιθικότητα του Μνημονίου, λες και είναι οι πλάκες του Μωϋσή.

Β’ Μέρος:  Μερικά σημεία για μια προγραμματική σύγκλιση

 

Τα θέματα προγραμματικής σύγκλισης είναι πολλά, άλλα εύκολα, άλλα δύσκολα. Αντί για ένα μακρύ ευχολόγιο προτείνω να εστιάσουμε σε ορισμένους μόνο τομείς με τα εξής κριτήρια:

(α) Να έχουν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή προχωρήσει μια αλλαγή στον συγκεκριμένο τομέα, να δημιουργεί τέτοια δυναμική που να προκαλεί κινητοποίηση και αλλαγές σε άλλους τομείς, επηρεάζοντας παγιωμένες αντιλήψεις, συμπεριφορές και συσχετισμούς.

(β) Να αφορούν τομείς όπου τα προβλήματα και οι σημερινές αγκυλώσεις προήλθαν επειδή στο παρελθόν τις ανέχθηκαν ή και τις καλλιέργησαν οι ίδιες οι δυνάμεις της κεντρο-αριστεράς. Θα είναι έτσι η μεταρρύθμιση και μια διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοδιόρθωσης με κριτήριο  πλέον το συμφέρον του πολίτη γενικά και όχι της συγκεκριμένης ομάδας και συντεχνίας.

(γ) Οι αλλαγές να έχουν άμεση και μακροπρόθεσμη επίδραση στην ισονομία, την καλυτέρευση των πιο ευάλωτων και την οικονομική ανάπτυξη. Έτσι δεν θα χρειάζονται οι βάναυσες πολιτικές προσαρμογής οι οποίες επιπίπτουν επί των πιο αδύναμων χωρίς να προκαλούν σχεδόν καμμία αλλαγή στα πιο οργανωμένα συμφέροντα.

Με βάση αυτά τα κριτήρια οι προτάσεις μου είναι οι εξής:

1. Οικοδόμηση ενός Ενιαίου Εθνικού Ασφαλιστικού Συστήματος.

Το ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα, όπου οι μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση να έχουν όλοι οι πολίτες ισότιμα δικαιώματα και υποχρεώσεις θα έχουν ευρύτατες κοινωνικές συνέπειες ισονομίας και ισοπολιτείας. Μπορεί να αποκτήσουν τέτοια δυναμική που θα σπρώξουν ή θα επιβάλουν ντε-φάκτο μεταρρυθμίσεις και σε άλλους τομείς της οικονομίας και γενικότερες αλλαγές σε κοινωνικές συμπεριφορές και αξίες. Το ενιαίο σύστημα θα μπορεί να είναι οργανωμένο σε δύο μεγάλα εθνικά ταμεία:

Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτής Εργασίας

Σε αυτό υπάγονται όλοι ανεξαιρέτως οι μισθωτοί ασχέτως εάν κάποιος είναι λεμβούχος στο Καστελόριζο, πρέσβης στο Παρίσι, στρατηγός στο Αφγανιστάν ή διανομέας σε delivery. Στο ίδιο ταμείο υπάγεται όλο το πολιτικό προσωπικό από κοινοτάρχες έως υπουργούς και κάθε είδους μισθωτός από νοσοκόμες έως διευθυντές επιχειρήσεων. Οι συντάξεις και οι ασφαλιστικές παροχές θα καθορίζονται με τα ίδια κριτήρια με βάση μόνο τον μισθό και τα χρόνια και όχι την φύση της εργασίας. Έτσι θα σταματήσει ο προνομιακός διαχωρισμός του συνταξιοδοτικού συστήματος για το πολιτικό προσωπικό κα θα εμπεδωθεί μια ισχυρή αίσθηση ισονομίας.

Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης  Επιχειρηματικής Δραστηριότητας

Σε αυτό υπάγονται όλοι όσοι έχουν στην ιδιοκτησία τους ή/και ασκούν  ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, αυτοκινητιστές, κάτοχοι φορτηγών κλπ.

Τρίτο ταμείο δεν υπάρχει. Επειδή όμως τα δύο ως άνω ταμεία θα καλύπτουν μόνο το «κλειστό κόστος» ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των μελών τους, υπάρχει κίνδυνος να μείνουν εκτός κάλυψης όσοι είναι πλήρως ανασφάλιστοι. Για αυτή την κατηγορία μπορεί να συσταθεί ένας τρίτος φορέας που παρέχει περίθαλψη και επιδόματα γήρατος με καθαρά κοινωνικά και όχι ανταποδοτικά κριτήρια.

Η καθολική ενοποίηση θα βασίζεται σε ένα προσεκτικό σχέδιο μετάβασης από τα σημερινά δεδομένα και ένα χάρτη σύγκλισης προς τους ενιαίους κανόνες χωρίς απώλεια των μέχρι τώρα κεκτημένων. Ως «κλασματικό κεκτημένο» νοείται το δεδουλευμένο μέρος των υφιστάμενων προνομιακών ρυθμίσεων και  υπολογίζεται εύκολα ως η αναλογία του μέχρι τούδε χρόνου εργασίας προς τον συνολικό απαιτούμενο χρόνο για την ισχύ της ευνοϊκής ρύθμισης.

2.Περιορισμός του κράτους, όχι όμως ισοπεδωτικά.

Είναι αναγκαίος  η στροφή στην προσαρμογή του Δημοσίου και όχι πλέον η εξουθενωτική εσωτερική υποτίμηση στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει με οριζόντια συνταγή και ισοπεδωτικές διαδικασίες. Στο δημόσιο δεν είναι ούτε όλοι άχρηστοι όπως φαντασιώνονται οι ζηλωτές του μηδενικού κράτους, ούτε όλοι χρήσιμοι όπως διαλαλούν οι συνδικαλιστές. Ο περιορισμός του δημοσίου να γίνει με κριτήρια που ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο μεγάλης ανεργίας σε περίοδο ύφεσης, αλλά επίσης αναβαθμίζουν την λειτουργία του και την αποτελεσματικότητα του που είναι κρίσιμοι παράγοντες για την στρατηγική εξόδου από την κρίση.

Είναι καθοριστικής σημασίας το πώς διορίστηκαν οι διάφορες κατηγορίες. Όσοι επελέγησαν μέσω ανοιχτών και αυστηρών διαγωνισμών πρέπει με κάθε τρόπο να παραμείνουν για να ενισχυθεί μια αντίληψη αξιοκρατίας. Υπάρχουν όμως έκδηλες περιπτώσεις διορισμών σε ΔΕΚΟ, στη Βουλή και σε Δήμους με βάση την συγγένεια, διασύνδεση με πολιτικούς παράγοντες και κομματικούς μηχανισμούς.

Η αυστηρή αξιολόγηση τους και η απομάκρυνση όσων δεν προσφέρουν τίποτα θα είναι μια έμπρακτη αποθάρρυνση για το πελατειακό σύστημα που τόσο εξόφθαλμα τους ευνόησε και μπορεί να αποφύγει να το επαναλάβει. Οι πολλοί και άξιοι υπάλληλοι που θα παραμείνουν θα έχουν περισσότερα κίνητρα να δουλέψουν και η διοίκηση μπορεί έτσι να γίνει πιο χρήσιμη στην κοινωνία.

 

3.Επανασχεδιασμός της περιφερειακής αποκέντρωσης

Η περιφερειακή αποκέντρωση αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες ένα καθαγιασμένο όραμα με την προσδοκία ότι από μόνη της θα επέλυε προβλήματα αποτελεσματικότητας, διαφάνειας, συμμετοχής και ανάπτυξης.

Σήμερα ξέρουμε ότι σε πολλούς από τους στόχους αυτούς έχει αποτύχει δραματικά. Με τις αιρετές περιφέρειες η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Το πολιτικό προσωπικό έχει πολλαπλασιαστεί με τα μεγάλα περιφερειακά συμβούλια και επικρατεί πλήρης σύγχυση αρμοδιοτήτων δεδομένου ότι εξακολουθεί να λειτουργεί και ο διορισμένος Γραμματέας περιφέρειας ο οποίος έχει και τις περισσότερες. Το προηγούμενο σχήμα των Νομαρχιών διατηρείται «ντε φάκτο» το ίδιο με τους αντι-περιφερειάρχες (τι λέξη και αυτή) στον ρόλο των νομαρχών.

Το σύστημα είναι θεσμικά αλλόκοτο, οικονομικά σπάταλο και αναπτυξιακά αποτυχημένο. Ένας λόγος της καθυστέρησης των έργων ΕΣΠΑ είναι το καθεστώς σύγχυσης που επικρατεί.

Χρειάζεται ένας συνολικός επανασχεδιασμός του συστήματος αποκέντρωσης με τους εξής άξονες:

(α) Σαφώς λιγότερες περιφέρειες

(β) Σαφώς λιγότερο πολιτικό προσωπικό. Για παράδειγμα, το Περιφερειακό Συμβούλιο μπορεί να συντίθεται από τους εκλεγμένους Δημάρχους και να μην αποτελεί επιπλέον όργανο. Επίσης να καταργηθεί ο παράδοξος θεσμός του αντι-περιφερειάρχη και για κάθε Νομό να επιλαμβάνεται μία γενική Διεύθυνση της Περιφέρειας.

(γ) Εκλογίκευση αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και περιφέρειας. Τις ελεγκτικές αρμοδιότητες πρέπει να τις διατηρήσει η κεντρική Διοίκηση. Παράλληλα η περιφέρεια πρέπει να έχει την υποχρέωση επιβολής και συλλογής εσόδων και τελών για να φύγει από την αντίληψη ότι μονίμως απαιτεί πόρους χωρίς να συμμετέχει στην δημιουργία τους.

4. Νομιμότητα και βία

Το τελευταίο διάστημα η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται από δύο φαινόμενα που αναπτύσσονται με ασυνήθιστη ορμή. Την πολιτική βία και την οργανωμένη άρνηση εφαρμογής των νόμων της Πολιτείας. Πανεπιστήμια, διόδια, δικαιώματα έκφρασης γνώμης, εκλογικές διαδικασίες, δικαιώματα μετακίνησης καταργούνται όχι με αποφάσεις της Πολιτείας, αλλά με την επιβολή μερικών ομάδων. Και τα δύο υπονομεύουν τόσο την δημοκρατική οργάνωση της διαμαρτυρίας, όσο και την ίδια την ευρωπαϊκή υφή του θεσμικού συστήματος που έχουμε.

Είναι άλλο πράγμα η εναντίωση σε πολιτικές και καταστάσεις με τις θεμιτές διαδικασίες που ισχύουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και άλλο η κατά βούληση εφαρμογή ή ακύρωση του νόμου. Επιλεκτική  νομιμότητα δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί σε λίγο θα οδηγήσει σε απόλυτη ανομία, ακόμα περισσότερη βία και κατάρρευση.

Η επιλεκτική νομιμότητα είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την επώαση και εμπέδωση αυταρχικών καθεστώτων. Τα τελικά θύματα τότε θα είναι και πάλι οι πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και κανείς δεν θα βρίσκεται κοντά τους για να τους υπερασπιστεί.

Γ’ Μέρος:  Νέες πολιτικές για την  Ευρωζώνη

 

Τέλος η κεντροαριστερά πρέπει να εμπλακεί ενεργά στις συζητήσεις μετεξέλιξης της Ευρωζώνης και στην ανάγκη διατύπωσης νέων πολιτικών. Φυσικά το σημείο αιχμής θα είναι η έξοδος από της τωρινή κρίση και σε αυτό προτείνω δύο συγκεκριμένα ζητήματα διαλόγου.

Η κρίση της Ευρωζώνης έχει δύο βαθύτερες αιτίες, μπροστά στις οποίες τα χρέη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα έπρεπε να είναι οι μικρότερες ανησυχίες. Οι άλλες είναι πιο σημαντικές, έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα και θέλουν μεγάλες αποφάσεις και προσαρμογές για να αντιμετωπιστούν.

Πρώτη, η εσωτερική ανισορροπία ανάμεσα στις βόρειες χώρες της Ευρωζώνης που παράγουν, εξάγουν και συσσωρεύουν επενδύσεις και εμπορικά πλεονάσματα από την μια μεριά, και τις νότιες από την άλλη με τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, τις επενδύσεις κυρίως τουριστικού χαρακτήρα, και την αδυναμία τους να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα για τις διεθνείς αγορές.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, χρειάζονται νέα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και ανάπτυξη στον Νότο. Η έκδοση κάποιου είδους ευρω-ομολόγου ανάπτυξης  μπορεί να είναι το πρώτο μεγάλο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον η παραγωγική αναβάθμιση του «τεμπέλικου» Νότου θα βελτιώσει και τις πιο αγέρωχες οικονομίες του Βορρά και έτσι συνολικά η Ευρωζώνη θα μπορέσει να ξεκολλήσει από τα αναιμικά επίπεδα ανάπτυξης που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια.

Δεύτερον, η Ευρώπη δεν μπορεί να μετατρέπει το πρόβλημα του ελληνικού χρέους που είναι μόλις το 4% του συνολικού της Ευρωζώνης σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της ίδιας και της παγκόσμιας οικονομίας.

Ας το αντιμετωπίσει πρώτα ως ενιαία οικονομική δύναμη με μαζικές επαναγορές ομολόγων μέσω της ΕΚΤ και μία αιφνίδια και εκτεταμένη αύξηση της προσφοράς χρήματος για να αποσοβήσει οριστικά και τελεσφόρα τις αλλεπάλληλες επιθέσεις.

Σχολιάστε