«ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΒΑΣΕΙΣ»

Η εισήγησή του Δημήτρη Ψυχογιού (Πολιτεία 2012) στην εκδήλωση για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.

(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Το Βήμα», 29/11/2012)

Την ανάγκη ύπαρξης νέου πολιτικού προσωπικού που θα θέσει νέες βάσεις στην Κενροαριστερά ανέδειξε ο εκπρόσωπος της κίνησης «Πολιτεία 2012» κατά την εισήγησή του στην εκδήλωση των έξι κινήσεων για την Κεντροαριστερά.

Η ομιλία του κ. Δημήτρη Ψυχογιού.

«Η σοσιαλδημοκρατία είναι ευρωπαϊκή επινόηση, μια από τις πολλές για τις οποίες μπορεί να είναι περήφανος ο πολιτισμός της ηπείρου μας. Είναι γέννημα του διαφωτισμού, της αστικής δημοκρατίας και του εργατικού κινήματος – γέννησε και τα κομμουνιστικά κόμματα όμως, που έφθασαν στην εξουσία με τρόπους που όλοι γνωρίζουμε.

Ισχυρίστηκαν πως ήθελαν να εκπληρώσουν τους στόχους της σοσιαλδημοκρατίας, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον σοσιαλισμό, έτσι έλεγε η θεωρία. Γνωρίζουμε όμως πως η πρόσδεση στη «θεωρία» δεν ήταν παρά η δικαιολογία για να διαιωνιστούν οι προϋπάρχουσες απολυταρχικές πολιτικές δομές της ρωσικής και κινεζικής αυτοκρατορίας.

Επιπλέον, στα κομμουνιστικά καθεστώτα η πολιτική κατίσχυσε της οικονομίας και τα αποτελέσματα είναι πασίγνωστα. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε όταν για κάθε αποτυχία τους οι πολιτικοί εκπρόσωποί μας βρίσκουν ως πρόχειρη δικαιολογία τις αγορές.

 Αντίθετα η σοσιαλδημοκρατία δεν μεταχειρίστηκε ποτέ ως άλλοθι τη «θεωρία»: είχε τη μετριόφρονα άποψη πως δεν γράφει την ιστορία αλλά συμμετέχει στη γραφή της. Έγινε «εμπειρική», όταν βρέθηκε στην εξουσία συμβιβάστηκε με τις αλήθειες και τις αξίες των άλλων – αυτό είναι άλλωστε η ουσία της δημοκρατίας, ο συμβιβασμός.

Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, διαπιστώνουμε συνεχή εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής σκέψης και πραγματιστική προσαρμογή της πολιτικής πρακτικής της στα κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα, με στόχο πάντα τη διεύρυνση των ελευθεριών όλων και τη σμίκρυνση των ταξικών διαφορών. Τότε, αυτές οι πρακτικές αποτελούσαν «προδοσίες» για τις αυθεντίες του μαρξισμού-λενινισμού.

Και έρχονται σήμερα, στον 21ο αιώνα, οι επίγονοι των ΚΚ (αναφέρομαι στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως) να κατηγορούν τη σημερινή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ότι έχει υποδουλωθεί στον νεοφιλελευθερισμό, και απαρνείται την παράδοση της δεκαετίας του 1960 ή 1970 – που όμως τότε χαρακτηριζόταν από τους ιδεολογικούς προγόνους τους προδοτική, όργανο του ιμπεριαλισμού και σκοτεινών συμφερόντων, η καραμέλα του «νεοφιλελευθερισμού» δεν είχε εφευρεθεί ακόμα. Το θράσος τους είναι πραγματικά μεγάλο.

Στην Ελλάδα, κυριάρχησε ιδεολογικά και πολιτικά ο κομμουνισμός και όχι η σοσιαλδημοκρατία. Οι αιτίες κατά τη γνώμη μου είναι πρωτίστως πολιτιστικές (τα διαφωτιστικά και δημοκρατικά ελλείμματα μας) και όχι κοινωνικές (η έλλειψη σημαντικής εργατικής τάξης). Η βία του εμφύλιου κατοχύρωσε την κομμουνιστική πρωτοκαθεδρία στην Αριστερά.

Πάνω σε αυτό το έδαφος ο Ανδρέας Παπανδρέου θεμελίωσε στα ερείπια της φιλελεύθερης κεντρώας παράταξης το ΠαΣοΚ, αντιμετωπίζοντας με περιφρόνηση την «εξωνημένη» ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και εντάσσοντας ουσιαστικά το κόμμα του στα τριτοκοσμικά απελευθερωτικά κινήματα. Η μετεξέλιξη του ΠαΣοΚ σε σοσιαδημοκρατικό κόμμα άρχισε στη δεκαετία του 1990 αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ: το «βαθύ ΠαΣοΚ» αντιστάθηκε στις προσπάθειες του Κώστα Σημίτη, ο δε Γιώργος Παπανδρέου έγινε δέσμιός του προκειμένου να παραμείνει στην ηγεσία.

Όμως εδώ πρέπει να επισημάνουμε και τις ευθύνες του τότε Συνασπισμού που μετά βδελυγμίας απέρριψε κάθε πρόταση πολιτικής συμπόρευσης κατά την περίοδο Σημίτη, με αποτέλεσμα ορισμένα στελέχη του να προσχωρήσουν στο ΠαΣοΚ· όχι αρκετά όμως για να αλλάξουν τη φυσιογνωμία του.

Αυτή τη στιγμή τον σοσιαλδημοκρατικό-κεντροαριστερό χώρο στην Ελλάδα οριοθετούν δύο κόμματα, η ΔΗΜΑΡ και το ΠαΣοΚ που οι βαθιές τους ρίζες βρίσκονται στην κομμουνιστική αριστερά και τη φιλελεύθερη κεντρώα παράταξη αντιστοίχως. Η απήχησή τους στο εκλογικό σώμα, και στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις, ήταν 20%, ποσοστό δηλαδή απολύτως συγκρίσιμο με αυτά της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο αυτά κόμματα ήσαν κάτω από το 20% στις εκλογές του Μαΐου και εκτοξεύθηκαν τον Ιούνιο κοντά στο 30%, αφενός λόγω της τυφλής οργής κατά του δικομματισμού και αφετέρου λόγω του κρίσιμου διλήμματος «μέσα ή έξω από την Ευρώπη».

Εκλογικά, ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει εξαφανιστεί και προτάσεις (ή ελπίδες) για διάλυση των δύο κομμάτων και τη δημιουργία νέου από μηδενική βάση είναι απολύτως ανεδαφικές: ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ πρέπει να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν, να  οσμωθούν – και αν προκύψει ενιαίο κόμμα, τόσο το καλύτερο. Αλλά η Ιταλία μας διδάσκει πως υπάρχουν και άλλες μορφές συνύπαρξης.

Είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς αυτά τα δύο κόμματα ενότητα της Κεντροαστεράς δεν νοείται. Η τυχόν διάλυσή τους αυτή την εποχή (και τέτοιες διαλυτικές τάσης υπάρχουν στο ΠαΣοΚ) θα είναι καταστροφική για την άμεση διακυβέρνηση της χώρας και θα μεταθέσει πολύ πίσω την ανασυγκρότηση που ζητάμε.

Άλλωστε αν αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις δίνουν ποσοστά χαμηλότερα από τα εκλογικά, όπως συμβαίνει με όλα τα κόμματα πλην της Χρυσής Αυγής, αυτό οφείλεται και στο ότι ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας δεν εμφανίζεται ως πολιτική λύση. Αν ξεκινήσουν ουσιαστικές διαδικασίες συζήτησης και συμπόρευσης οι πολίτες θα ακολουθήσουν.

Δεν θα είναι εύκολες οι διαδικασίες ενοποίησης, οι διαφορές ανάμεσα στο ΠαΣοΚ και στη ΔΗΜΑΡ είναι μεγάλες. Πρωτίστως διαφορές πολιτικής κουλτούρας και όχι προγράμματος ή αρχών – για μας τους παλιότερους αυτό σημαίνει πως σαράντα χρόνια μετά, ΚΚΕ Εσωτερικού και ΠαΣοΚ βρίσκονται προγραμματικά κοντά.

Είναι εύκολο να αποδώσουμε κατηγορίες στους «πασοκανθρώπους» που κυβέρνησαν όπως κυβέρνησαν εδώ και τριάντα χρόνια και φθάσαμε εδώ που φθάσαμε – η χώρα πτωχευμένη και πάμπολλοι ανάμεσά τους πλούσιοι. Είναι εύκολο επίσης να κατηγορήσουμε τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ ότι έχουν αναλωθεί δεκαετίες τώρα σε φραξιονιστικούς αγώνες «για τις καρέκλες» στο μαντρί της Κουμουνδούρου, αδιαφορώντας για τα μείζονα.

Αλλά το θέμα δεν είναι να δικάσουμε, το ζητούμενο είναι να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν. Βρισκόμαστε σε πρωτοφανή κρίση, αντίστοιχό της είναι μόνο η δικτατορία που η πλειονότητα των παρισταμένων ζήσαμε στη νεότητά μας. Τότε υπήρξε δημοκρατική ενότητα απέναντι στη χούντα, από την ΕΡΕ και την ΕΚ ως το ΚΚΕ εσωτερικού· σήμερα το πρωτεύον είναι να μη εξωθηθεί η χώρα σε έξοδο από την Ευρώπη – όλα πρέπει να υποταχθούν σε αυτόν τον στόχο, πρέπει συνεχώς να το θυμίζουμε στη ΔΗΜΑΡ και στο ΠαΣοΚ. Είναι αναγκαία η πλήρης συμμετοχή στην κυβέρνηση των δύο κομμάτων, και όχι απλώς η στήριξη, πρώτον για να υπηρετηθεί η ευρωπαϊκή προοπτική και δεύτερο για να μη γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προς συντηρητική κατεύθυνση, όπως θα συμβεί αν αφεθεί να κυβερνά ουσιαστικά μόνη της η ΝΔ.

Ελπίζοντας στις καλύτερες ημέρες, λοιπόν, αυτές που θα φέρει η οριστική αποφυγή της χρεοκοπίας και η παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεύτερος στόχος μας πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς μέσω των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών ­– αλλά σε νέες βάσεις.

Όμως απαιτείται και νέο πολιτικό προσωπικό για να υπάρξουν νέες βάσεις. Μας χρειάζονται πολιτικοί απαλλαγμένοι από τις ευθύνες και τις νοοτροπίες του παρελθόντος, με φρέσκες ιδέες, με διάθεση και ικανότητες να τις πραγματοποιήσουν – δεν μας επιτρέπεται να αφήσουμε το ηλικιακό πλεονέκτημα στην άκρα Αριστερά και στην άκρα Δεξιά. Ας θυμηθούμε τον Γκονζάλεθ, τον Μπλαίρ, τον Σρέντερ: οι μεγάλες αλλαγές στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έγιναν από νέες ηγεσίες, νέους ανθρώπους. Αυτό είναι γενικότερο πολιτικό πρόβλημα και από αυτή την άποψη ο περιορισμός των θητειών σε όλες τις αιρετές θέσεις είναι αναγκαίο να κατοχυρωθεί συνταγματικά. Στην Ιταλία στο Δημοκρατικό Κόμμα προωθείται αυτή η ιδέα.

Αυτό που πρέπει λοιπόν να κάνουμε εμείς ως κινήσεις είναι, πρώτον να υπηρετήσουμε με συνέπεια την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας· δεύτερον, να προωθήσουμε τη προσέγγιση ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ· τρίτο, να βοηθήσουμε στην ανάδειξη νέων πολιτικών προσώπων.

Αυτονόητοι ίσως στόχοι, δύσκολοι  όμως  – είμαστε υποχρεωμένοι να τους πετύχουμε και τους τρεις για να ελπίζουμε σε καλύτερο για τη χώρα μας μέλλον.»

Σχολιάστε